ναί

ναί
ναί, Adv., used to express strong affirmation,
A yea, verily, in Hom. mostly folld. by

δή, ν. δὴ ταῦτά γε πάντα . . κατὰ μοῖραν ἔειπες Il.1.286

, al.;

ν. μήν Emp.76.2

;

ν. μάν Theoc.27.27

;

ν. μέν A.R. 2.151

;

ν. μέντοι Luc.Astr.14

: used alone, σὲ κρίνω, ν. σέ yea thee, S.El.1445;

ἀποκρίνασθαι ν. ἢ οὔ Arist.Top.158a16

, etc.;

τὸ ε ¯ οὐκ ἔστι χαρακτηριστικὸν . . , τὸ δὲ ᾱ ναί Choerob.in Theod.2.85

.
2 freq. in oaths, ν. μά yea by . . , v. μά; ν. alone,

ν. τὰν Κόραν Ar.V.1438

, cf. E. Ba.534 (lyr.);

ν. τὸν Ποτιδᾶν Epich.81

;

ν. τὼ σιώ X.HG4.4.10

; ν. πρὸς θεῶν ἀρήξατ' E.Med.1277.
II in answers, yes, τοῦτ' ἐτήτυμον; Answ.

ν. A.Pers.738

(troch.), cf. S.El.845 (lyr.), Pl.Tht.193a, Grg. 448b, etc.; doubled, Ar.Nu.1468, Call.Fr.1.56 P., Ev.Matt.5.37.
2 ν. folld. by ἀλλά, etc., to mark a qualified assent, yes, but . . , Aeschin. 3.84; ν., κατὰ σχολήν γε ἴσως· οὐ μήν . . Pl.Sph.226e, cf. R.415e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναί — yea indeclform (adverb) νᾱΐ , ναῦς ship fem dat sg (doric) ναΐ , ναῦς ship fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναι — (ΑΜ ναί, Α και νή και βοιωτ. τ. νεί, Μ και ναίν και νναί) επίρρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει α) έντονη διαβεβαίωση: βέβαια, μάλιστα, αληθινά (α. «ναι, θα έλθω μαζί σας αύριο» β. «ναὶ δὴ ταῡτά γε πάντα... κατὰ μοῑραν ἔειπες», Ομ. Ιλ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • ναι — 1. επίρρ. βεβ., μάλιστα, έτσι είναι, δέχομαι, βέβαια: Ναι,θα έρθω αύριο. – Θέλεις ένα ποτό; Ναι. 2. ως ουσ.: Μα το ναι (μα την αλήθεια). – Δε λέει το ναι (δε δέχεται, δε συμφωνεί) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάι — και νέι, το άκλ. μουσ. καλαμένιος αυλός με έξι οπές στην πρόσθια όψη και μία στην οπίσθια όψη, ο οποίος χρησιμοποιείται στην περσική, αραβική και τουρκική έντεχνη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • 'ναι — ἄναι , ἄνα king fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνα king fem dat sg (doric aeolic) ἄναι , ἄνη fulfilment fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνη fulfilment fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναῖ' — Ναῖα , Νάια neut nom/voc/acc pl Ναῖε , Νάιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναῖ' — ναῖε , ναίω 1 dwell pres imperat act 2nd sg ναῖε , ναίω 1 dwell imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ναῖε , ναίω 2 dwell pres imperat act 2nd sg (epic) ναῖε , ναίω 2 dwell imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναί — Ναίς Naiad fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νᾶι — νᾷ , νάω flow pres subj mp 2nd sg νᾷ , νάω flow pres ind mp 2nd sg (epic) νᾷ , νάω flow pres subj act 3rd sg νᾷ , νάω flow pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάι' — νά̱ϊα , νήιος neut nom/voc/acc pl (doric) νά̱ϊα , νήιος neut nom/voc/acc pl (doric) νά̱ϊε , νήιος masc voc sg (doric) νά̱ϊε , νήιος masc/fem voc sg (doric) νά̱ϊαι , νήιος fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”